Μετανάστευση και νέα δεδομένα στην Ελληνική Εκπαίδευση

Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, άλλαξε τα δεδομένα της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση από τους 225.144 μαθητές, οι 23.454 είναι αλλοδαποί. Να σημειωθεί επίσης ότι από το ποσοστό αυτό, το 7,4% αριστεύει, ενώ 30,3% καταγράφει πολύ καλές επιδόσεις. Ενδιαφέρον επίσης είναι το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μαθητές εκπροσωπούν συνολικά περισσότερες από 75 χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά η μεγάλη τους πλειοψηφία (σε ποσοστό το οποίο αγγίζει περίπου το 80%) είναι αλβανικής υπηκοότητας.

 Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (που με τις προτάσεις του για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση «άναψε τη σπίθα» των κινητοποιήσεων των προηγούμενων μηνών…), κατέθεσε το 2006 μια Έκθεση σχετικά με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, στον πρόλογο της οποίας παρατίθεται το βασικό πλαίσιο των γενικών αρχών. Μεταφέρω αυτούσιο ένα τμήμα του προλόγου αυτού, με το οποίο νομίζω ότι ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Αναφέρεται λοιπόν ότι «η Εκπαίδευση είναι ένας από τους βασικότερους χώρους πολιτιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς μέσω του σχολείου αναμεταδίδεται η κουλτούρα, αλλά επίσης, μέσω του σχολείου αναφύονται οι δημιουργικές δυνάμεις και οι δυνατότητες των νέων ανθρώπων. Τα προγράμματα διδασκαλίας αποτελούν ένα πλαίσιο για τη διαμόρφωση του μελλοντικού πολίτη και ο σχεδιασμός των προγραμμάτων διδασκαλίας είναι πάντοτε μια πολιτική πράξη. Σχεδιάζουμε επί χάρτου το μέλλον της κοινωνίας μας σημαίνει λ.χ. ότι αποφασίζουμε πως επιθυμούμε μια κοινωνία ανοικτή και όχι ξενοφοβική, με ορθολογισμό και συναίσθημα, με ικανότητα να αλλάζει αλλά ταυτοχρόνως να κρατά από το παρελθόν όσα μας έχουν καταστήσει αυτό που είμαστε ως κοινωνία, μία κοινωνία που φροντίζει τους έτερους όποιας μορφής (εθνικής, εθνοτικής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής και διανοητικής ικανότητας, θρησκευτικής, γλωσσικής, κλπ) μια κοινωνία που τολμά πολιτισμικά και τεχνολογικά, που καλλιεργεί τις Ανθρωπιστικές Σπουδές αλλά και τις Θετικές Επιστήμες, μια κοινωνία που χωρίς να κομπάζει πως είναι Ευρωπαϊκή, δεν ξεχνά ταυτοχρόνως πως είναι κομμάτι των Βαλκανίων και σύνορο της ανατολής».

Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει τίποτε να προστεθεί, σε αυτή την πολύ συνοπτική και ουσιαστική περιγραφή του «δέον γενέσθαι», όπως αυτό αποτυπώνεται στην Έκθεση της Επιτροπής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο δρόμος από τη «θεωρία» στην «πράξη», είναι πολύ μακρύς και δύσκολος… Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η Ελληνική Κοινωνία δεν φαίνεται ότι έχει εμπεδώσει πλήρως το δεδομένο της πολυπολιτισμικότητας  της. Και αυτό είναι απολύτως λογικό αν σκεφθεί κανείς ότι η γενιά η οποία τώρα βρίσκεται στη βασική διαχείριση της εξουσίας (αλλά και οι μεγαλύτεροι αυτής) δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπειρία ζωής σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα. Ίσως ο χαρακτηριστικότερος τρόπος με τον οποίο έρχονται πλέον σε επαφή με αυτή την πολυπολιτισμική πραγματικότητα, είναι μέσω της ζωής των παιδιών τους στο σχολείο του σήμερα.

Το σχολείο αποτελεί έναν ζωντανό και διαρκώς εξελισσόμενο οργανισμό. Η εξέλιξή του αυτή, εν πολλοίς  αντανακλά απευθείας τα κοινωνικά δεδομένα της κάθε στιγμής. Και τα δεδομένα με τα οποία πλέον έχουμε να κάνουμε είναι ξεκάθαρα: η Ελλάδα οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός, ότι αποτελεί σημείο συνάντησης μεταναστευτικών ρευμάτων και να οργανώσει τις εκπαιδευτικές της δομές, κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ομαλή και λειτουργική ενσωμάτωση των μεταναστών. Μιλάμε επομένως για ένα σχολείο με μαθητικό πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία – και κατά συνέπεια για ένα σχολείο στο οποίο τίθεται το θέμα της συνεκπαίδευσης των μεταναστών μαθητών με τους γηγενείς μαθητές. Πρόκειται σίγουρα για ένα θέμα δύσκολο και ίσως πολύπλοκο, αλλά όχι αδύνατο να λυθεί και να διευθετηθεί, υπό μία προϋπόθεση: την πρόθεση της ισότιμης αποδοχής της «ετερότητας» – δηλαδή την πρόθεση να αποδεχθείς ισότιμα τη διαφορετικότητα του «Άλλου», χωρίς να τον θεωρήσεις παράλληλα και ως «Ξένο».

Πέρα από το ρόλο της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος και φυσικά τον κρίσιμο και ευαίσθητο ρόλο των εκπαιδευτικών που στελεχώνουν το σύστημα αυτό, αναμφισβήτητα ένα μεγάλο τμήμα των αντιλήψεων, των συμπεριφορών και των στάσεων των παιδιών ως προς το θέμα της μετανάστευσης, διαμορφώνεται από τις αντίστοιχες αντιλήψεις του οικογενειακού τους περιβάλλοντος αλλά και από τη γενικότερη στάση της τοπικής κοινωνίας ως προς τους μετανάστες. Αρκετά ήταν τα περιστατικά τον τελευταίο καιρό που μας έδειξαν ότι το πρόβλημα αυτό είναι υπαρκτό και η λύση του αποτελεί ακόμη ένα ζητούμενο για την Ελληνική κοινωνία (μεταξύ αυτών ας θυμηθούμε την υπόθεση του «Γεωργιανού» Άλεξ στη Βέροια, την υπόθεση του βιασμού της «Βουλγάρας» μαθήτριας στην Αμάρυνθο της Εύβοιας αλλά και τα περιστατικά παραβατικότητας από συμμορίες ανηλίκων οι οποίες συνθέτονται κυρίως με βάση την κοινή καταγωγή των μελών τους).

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σταθώ σε ένα μόνο σημείο, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι ίσως και το πιο κρίσιμο. Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το (δεδομένο πλέον) γεγονός της πολυπολιτισμικής σύνθεσης της Ελληνικής κοινωνίας: ο ένας είναι να το αντιμετωπίσει σαν «απειλή» και να σταθεί απέναντί του με ένα φοβικό και αμυντικό τρόπο και ο άλλος να το αντιμετωπίσει σαν «ευκαιρία», και να σταθεί απέναντί του με ένα τρόπο ανοικτό και φιλικό, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τα οφέλη που προκύπτουν από αυτό.

Ο πρώτος τρόπος είναι εξαιρετικά πιθανόν να λειτουργήσει υπό το σχήμα της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας»: θεωρώντας κανείς τους μετανάστες ως «εισβολείς» οι οποίοι απειλούν τη «συνοχή» και την «ειρήνη» της κοινωνίας μας, τους αντιμετωπίζει με ένα τρόπο από καχύποπτο έως εχθρικό. Με τη σειρά τους οι μετανάστες, «εισπράττοντας» τη στάση αυτή (η οποία μπορεί να μην είναι πάντοτε ρητή και άμεση αλλά υπονοούμενη και λανθάνουσα) συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο, «επιβεβαιώνοντας» με τον τρόπο αυτό, την αρχική λανθασμένη εκτίμηση. Είναι προφανές όμως ότι κάτι τέτοιο, αποτελεί τον ορισμό του φαύλου κύκλου και μόνο σε δυσάρεστες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει – πόσο δε μάλλον όταν αυτός ο φαύλος κύκλος μεταφέρεται και λειτουργεί μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Και για να λέμε όλα τα πράγματα με το όνομά τους, στη δημιουργία αυτού του φαύλου κύκλου αντιμετώπισης των μεταναστών, ρόλο και ευθύνη έχουν και τα κεντρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – τα οποία για τους δικούς τους λόγους, συνδέουν τη μετανάστευση με αρνητικά θέματα, ακόμη και όταν τα ίδια τα γεγονότα, δεν υποστηρίζουν αντικειμενικά παρόμοιου τύπου συνδέσεις.

Ο δεύτερος τρόπος είναι να αντιμετωπίσει κανείς το δεδομένο της μετανάστευσης σαν μια ευκαιρία ανανέωσης του πολιτισμικού μας οπλοστασίου. Τούτο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα οδηγηθούμε σε απώλεια ή σε αλλοίωση της πολιτιστικής ή εθνικής μας ταυτότητας αλλά σε εμπλουτισμό και ενδυνάμωσή της, μέσα από την ένταξη σε αυτή στοιχείων από άλλες πολιτισμικές παραδόσεις. Και εν πάσει περιπτώσει, εάν είμαστε σίγουροι για τη ισχύ και την αξία της δικής μας πολιτισμικής ταυτότητας, δεν έχουμε απολύτως τίποτε να φοβηθούμε από τη «συνάντησή» της με τις διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες των μεταναστών συμπολιτών μας, αλλά αντιθέτως μπορούμε να τους δούμε ως «οχήματα» διάδοσης της δικής μας πολιτισμικής επιρροής στους τόπους καταγωγής των. Στο «εδώ και το τώρα» όμως της καθημερινότητάς μας, στην κοινή μας ζωή ως συμπολίτες σε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος όπως είναι η Ελλάδα, οφείλουμε να συναντηθούμε και να συμβιώσουμε αρμονικά και κυρίως δημιουργικά, με απόλυτο σεβασμό στη διαφορετικότητα των καταβολών μας αλλά και πίστη στο κοινό μας μέλλον. Και η μοναδική πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί αυτό το κοινό μας μέλλον, είναι η Εκπαίδευση.

Όταν μιλάμε για «κοινό μέλλον», δεν αναφερόμαστε σε κάτι αόριστο και μακρινό αλλά σε κάτι το οποίο ήδη συμβαίνει στο τώρα: οι μικρές ηλικιακές ομάδες της δημογραφικής πυραμίδας της σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού, απαρτίζονται από αλλοδαπούς μαθητές οι οποίοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Όσον αφορά τους αλλοδαπούς μαθητές Γυμνασίου, το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών έχει διάστημα παραμονής 6-8 χρόνια στην Ελλάδα, ενώ αν μιλήσουμε για τους αλλοδαπούς μαθητές Λυκείου ή ΤΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό έχει διάστημα παραμονής στη χώρα μας το οποίο κυμαίνεται από 7 έως 14 χρόνια. Με άλλα λόγια δηλαδή, σε λίγα χρόνια θα επέλθει «δημογραφική ισορροπία» μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών μαθητών, στην ηλικιακή δομή του μαθητικού πληθυσμού της χώρας μας.   

Οι τοπικές κοινωνίες έχουν πολλά να προσφέρουν πάνω στη συζήτηση για την εκπαίδευση και τη μετανάστευση στη χώρα μας. Η Κέρκυρα είναι μια περιφέρεια της χώρας μας, στην οποία η πολυπολιτισμική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού στα σχολεία της, είναι ήδη μια πραγματικότητα εδώ και καιρό. Η συζήτηση για την εκπαίδευση και τη μετανάστευση, είναι συζήτηση για το άμεσο μέλλον μας. Και στη συζήτηση αυτή, οφείλουμε όλοι να πάρουμε θέση, σαν ενεργοί «συμμέτοχοι» και «συνεργάτες» στην προετοιμασία του και όχι σαν απαθείς και αδιάφοροι θεατές. 

About these ads

Comments Off

Filed under Άρθρα, Κέρκυρα

Δεν επιτρέπονται σχόλια.