Category Archives: Άρθρα

Η Διαχείριση Απορριμμάτων στην Κέρκυρα απαιτεί γενναίες αποφάσεις και συνολική αντιμετώπιση

Για άλλη μια φορά η Κέρκυρα, βιώνει τις συνέπειες από την έλλειψη των κατάλληλων υποδομών αλλά και την έλλειψη ενός συνολικού σχεδιασμού, σχετικά με την αντιμετώπιση ενός κρίσιμου ζητήματος όπως είναι η διαχείριση απορριμμάτων.

Η αντίδραση των κατοίκων του Τεμπλονίου τις μέρες αυτές, ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς ο επερχόμενος κορεσμός του ΧΥΤΑ, επιδεινώνει ολοένα και περισσότερο την κατάσταση, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Το γεγονός ότι ο ΧΥΤΑ στο Τεμπλόνι άγγιξε τα όρια κορεσμού του, έχει δημιουργήσει μια επικίνδυνη κατάσταση, τόσο για τη δημόσια υγεία, όσο και για την  οικονομία του τόπου μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως οι μόνοι που δεν ευθύνονται για την κατάσταση αυτή, είναι οι πολίτες της Κέρκυρας αλλά και οι κάτοικοι του Τεμπλονίου, οι οποίοι επί σειρά ετών δέχονται υποσχέσεις για την επίλυση του προβλήματος, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει σημειωθεί η παραμικρή πρόοδος.

Ας δούμε όμως, ποια είναι η πραγματικότητα που ισχύει γενικά στη χώρα μας το 2007 αλλά και σε ένα Νομό της, με 120.000 κατοίκους και πολλαπλάσιο αριθμό επισκεπτών κάθε χρόνο – στο Νομό της Κέρκυρας.

Δυστυχώς, η χώρα μας (σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης) καθυστέρησε σημαντικά να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές για τη σωστή και επαρκή διαχείριση των απορριμμάτων – και προφανώς από αυτή την πραγματικότητα δεν εξαιρείται ο Νομός Κέρκυρας. Οι συνέπειες από αυτή την καθυστέρηση είναι γνωστές σε όλους. Το μέγεθος του προβλήματος αποδεικνύεται από τις ανεξέλεγκτες – παράνομες χωματερές που είναι διάσπαρτες σε όλη τη χώρα, απειλώντας τη δημόσια υγεία και επιβαρύνοντας το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και τον κορεσμό που έχει επέλθει σε όλες τις νόμιμες χωματερές και τους ΧΥΤΑ της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 5.000 χωματερές που λειτουργούν στη χώρα μας, το 70% περίπου είναι εντελώς ανεξέλεγκτες. Και αν θέλει κανείς να αποδώσει «τα του καίσαρος, τω καίσαρι» θα πρέπει να επισημάνει και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ΟΤΑ, δεν έχουν ικανοποιήσει τις συμβατικές τους υποχρεώσεις απέναντι στη νομοθεσία σχετικά με την ανακύκλωση, παρά το γεγονός ότι σαν χώρα, έχουμε αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ώστε να επιτύχουμε συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα. Μέχρι σήμερα όμως, δεν έχουμε επιτύχει να ικανοποιήσουμε σε σημαντικό βαθμό ούτε καν τους πρώτους στόχους του 2006. Και οι στόχοι αυτοί είναι η μείωση του όγκου των απορριμμάτων, η ανάκτηση υλικών, η διαχείριση των ειδικών απορριμμάτων (όπως οργανικά υλικά με κομποστοποιήση, ηλεκτρικές / ηλεκτρονικές συσκευές, λάστιχα αυτοκινήτων, ορυκτέλαια, μπαταρίες κ.α.)

Επομένως, η ριζική αλλαγή προσανατολισμού στο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων, δεν αποτελεί επιλογή αλλά μάλλον μονόδρομο – τόσο για τη χώρα, όσο και για την Κέρκυρα. Όμως σε αυτό το δύσκολο και πολυεπίπεδο πρόβλημα, το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχουν «μαγικές λύσεις».

Η λύση της καύσης των απορριμμάτων (την οποία πολλοί ΟΤΑ έσπευσαν να υιοθετήσουν), απορρίπτεται σχεδόν από το σύνολο των οικολογικών οργανώσεων, καθώς οι συνέπειες στον τομέα τους κόστους και της υγείας, είναι εξαιρετικά σοβαρές. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σε ολόκληρο τον κόσμο, το κόστος της καύσης είναι τριπλάσιο από το κόστος της υγειονομικής ταφής. Και τούτο γιατί, η κατασκευή ενός εργοστασίου καύσης, οφείλει πάντα να συνοδεύεται από την παράλληλη κατασκευή μιας χωματερής τοξικών. Τα κατάλοιπα της καύσης, είναι εξαιρετικά τοξικά και απαιτούν ειδική μεταχείριση. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, ότι οι όποιες υποσχέσεις δίνονται, δυστυχώς δεν μπορούν να ξεπεράσουν τους κανόνες της φυσικής και της χημείας…

Επιπρόσθετα, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 99/31, από το 2010 θα επιτρέπεται η απευθείας ταφή μόνο του 56% των απορριμμάτων, από το 2013 του 35%, και από το 2020 μόλις το 18%. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η κατασκευή Χ.Υ.Τ.Υ. (Χώροι Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων) αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο που εφαρμόζεται ολοένα και περισσότερο, και η οποία προβλέπει την ταφή μέρους των απορριμμάτων ενώ το υπόλοιπο μετατρέπεται σε θερμική ενέργεια, λίπασμα, κλπ. Για να είναι σε θέση κανείς να συγκρίνει, να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα ανακυκλώνεται μόλις το 8% των απορριμμάτων και το 92% οδηγείται στους ΧΥΤΑ, ενώ στην Ολλανδία ανακυκλώνεται το 65% των απορριμμάτων, στους ΧΥΤΑ οδηγείται μόλις το 3%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό επεξεργάζεται με άλλες εναλλακτικές μεθόδους. Και αν αυτή η σύγκριση δεν είναι αρκετή, να αναφέρουμε τη Δανία, η οποία ενταφιάζει μόνο το 10% των απορριμμάτων της, σε σύγκριση με το δικό μας 92%….

Η υιοθέτηση της μεθόδου της κομποστοποίησης και η απόλυτη εφαρμογή ολοκληρωμένων προγραμμάτων ανακύκλωσης, αποτελούν τις κεντρικές παραμέτρους για μια ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Κατά συνέπεια αποτελεί προϋπόθεση, σε κάθε γειτονιά να υπάρχουν οι ειδικοί μπλε κάδοι ανακύκλωσης, να δημιουργηθούν «κέντρα διαλογής στην πηγή», ούτως ώστε η διαδικασία της ανακύκλωσης να μπορεί να προχωρά αποτελεσματικά και να σταματήσουν επιτέλους πολύτιμα υλικά να καταλήγουν στις χωματερές. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παγκόσμια εμπειρία, με αυτά τα απλά βήματα μπορούμε να μειώσουμε μεσοπρόθεσμα περίπου κατά 70-80% τα παραγόμενα απορρίμματα, με αποτέλεσμα να μένουν μόνο τα αδρανή υλικά, τα οποία και θα κληθούμε να ενταφιάσουμε.

Επομένως, αν ήθελε κανείς συνοπτικά να δει τα προαπαιτούμενα για τη μια μόνιμη λύση του προβλήματος, θα εντόπιζε τα εξής: 1) δημιουργία  σύγχρονων υποδομών, με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, 2) απαραίτητη και ουσιαστική βούληση συνεργασίας από τους ΟΤΑ, τις βιομηχανίες αλλά και τις εταιρείες και 3) (ιδιαίτερα σημαντικό) μεθοδική ενημέρωση, πληροφόρηση, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των Πολιτών, οι οποίοι αποτελούν ίσως τον κρισιμότερο παράγοντα, για να λειτουργήσουν με ουσιαστικό και βιώσιμο τρόπο όλες οι μέθοδοι ανακύκλωσης και εναλλακτικής διαχείρισης των απορριμμάτων. Είναι φανερό λοιπόν, ότι η σύγχρονη διαχείριση του προβλήματος, δεν επιτρέπει βιαστικές και επιπόλαιες προσεγγίσεις ή αποσπασματικές δράσεις, αλλά γενναία πολιτική βούληση και σχεδιασμό.

Είναι αυτονόητο εξάλλου, ότι η ανακύκλωση, η εξοικονόμηση ενέργειας και η προστασία του περιβάλλοντος, πρέπει να πάψουν να φαντάζουν ως «πολυτέλεια», αλλά να γίνει σαφές σε όλους ότι πλέον οφείλουν να αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα και αναγκαιότητα στην καθημερινή ζωή.

Στο Νομό της Κέρκυρας λοιπόν, δεδομένου ότι έχουμε αγγίξει το «σημείο  μηδέν», όχι μόνο δεν πρέπει να φοβηθούμε αυτή την προσέγγιση αλλά αντιθέτως, πρέπει άμεσα να πάρουμε εκείνες τις πολιτικές αποφάσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αποδείξουμε στην πράξη και όχι στα λόγια, ότι λειτουργούμε με βάση τη λογική της αειφόρου ανάπτυξης και της μετατροπής της Κέρκυρας σε Οικολογικό νησί.

Σε ότι αφορά στην άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος, πρέπει να διευρυνθεί άμεσα το πρόγραμμα ανακύκλωσης σε όλο το Νομό, με την ταυτόχρονη έναρξη κοινωνικού διαλόγου για την επιλογή των περιοχών, εκείνων, όπου βάσει του προβλεπόμενου χωροταξικού σχεδιασμού, θα επιλεγούν για την δημιουργία των κατάλληλων υποδομών. Έως τότε, ίσως θα ήταν ωφέλιμη να διερευνηθεί η έναρξη επαφών με γειτονικές περιοχές του Νομού, οι οποίες θα μπορούσαν να δεχτούν την μεταφορά και την υποδοχή μέρους του όγκου των παραγόμενων απορριμμάτων της Κέρκυρας. Παρ’ όλ’ αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόταση αυτή, μόνο ως «λύση ανάγκης» μπορεί να θεωρηθεί, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι, για την παγίωση μιας εξίσου μακροπρόθεσμα λανθασμένης πρακτικής. Και τούτο γιατί ενδεχομένως το κόστος μεταφοράς των απορριμμάτων να είναι απαγορευτικό σε μακροπρόθεσμη βάση αλλά και σε κάθε περίπτωση, μια παρόμοια επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνιμη λύση – τη στιγμή που δεν απαντά τελικά στο πρόβλημα διαχείρισης των απορριμμάτων, αλλά απλά το «μεταφέρει» αλλού.

Είναι προφανές ότι το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων, μας αφορά όλους, καθώς όλοι μας παράγουμε απορρίμματα, και κατά συνέπεια  μερίδιο ευθύνης αναλογεί σε όλους μας. Ας τολμήσουμε, ας αποφασίσουμε, ας διεκδικήσουμε.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ:

Έρευνα του ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου» με θέμα: «Διαχείριση στερεών αποβλήτων» στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.istame.gr/files/pdf/apovlita.pdf

Συζήτηση στο Διαδικτυακό Ραδιόφωνο «Μίλα Ελεύθερα» με θέμα «Καθαρές Πόλεις Χωρίς Σκουπίδια» στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.mila-elefthera.gr/2007/06/18/85/. Στο ίδιο τμήμα μπορείτε επίσης να βρείτε δύο εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα, το ένα με εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία και τίτλο «Πόσα και Τι Σκουπίδια Παράγουμε;» και το δεύτερο μία λίστα με 18 προτάσεις για το τι μπορούμε να κάνουμε στη καθημερινή μας ζωή για το πρόβλημα των σκουπιδιών με τίτλο «Μικρός Οδηγός για Λιγότερα Σκουπίδια».

Έρευνα του ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου» με θέμα: «Η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα – μια κριτική ματιά της χρονιάς που πέρασε – Απρίλιος 2007» στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.istame.gr/files/pdf/katastasi-perivallontos2006-2007.pdf

 

Comments Off

Filed under Άρθρα, Κέρκυρα

Μετανάστευση και νέα δεδομένα στην Ελληνική Εκπαίδευση

Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, άλλαξε τα δεδομένα της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση από τους 225.144 μαθητές, οι 23.454 είναι αλλοδαποί. Να σημειωθεί επίσης ότι από το ποσοστό αυτό, το 7,4% αριστεύει, ενώ 30,3% καταγράφει πολύ καλές επιδόσεις. Ενδιαφέρον επίσης είναι το γεγονός ότι οι αλλοδαποί μαθητές εκπροσωπούν συνολικά περισσότερες από 75 χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά η μεγάλη τους πλειοψηφία (σε ποσοστό το οποίο αγγίζει περίπου το 80%) είναι αλβανικής υπηκοότητας.

 Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (που με τις προτάσεις του για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση «άναψε τη σπίθα» των κινητοποιήσεων των προηγούμενων μηνών…), κατέθεσε το 2006 μια Έκθεση σχετικά με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, στον πρόλογο της οποίας παρατίθεται το βασικό πλαίσιο των γενικών αρχών. Μεταφέρω αυτούσιο ένα τμήμα του προλόγου αυτού, με το οποίο νομίζω ότι ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Αναφέρεται λοιπόν ότι «η Εκπαίδευση είναι ένας από τους βασικότερους χώρους πολιτιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς μέσω του σχολείου αναμεταδίδεται η κουλτούρα, αλλά επίσης, μέσω του σχολείου αναφύονται οι δημιουργικές δυνάμεις και οι δυνατότητες των νέων ανθρώπων. Τα προγράμματα διδασκαλίας αποτελούν ένα πλαίσιο για τη διαμόρφωση του μελλοντικού πολίτη και ο σχεδιασμός των προγραμμάτων διδασκαλίας είναι πάντοτε μια πολιτική πράξη. Σχεδιάζουμε επί χάρτου το μέλλον της κοινωνίας μας σημαίνει λ.χ. ότι αποφασίζουμε πως επιθυμούμε μια κοινωνία ανοικτή και όχι ξενοφοβική, με ορθολογισμό και συναίσθημα, με ικανότητα να αλλάζει αλλά ταυτοχρόνως να κρατά από το παρελθόν όσα μας έχουν καταστήσει αυτό που είμαστε ως κοινωνία, μία κοινωνία που φροντίζει τους έτερους όποιας μορφής (εθνικής, εθνοτικής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής και διανοητικής ικανότητας, θρησκευτικής, γλωσσικής, κλπ) μια κοινωνία που τολμά πολιτισμικά και τεχνολογικά, που καλλιεργεί τις Ανθρωπιστικές Σπουδές αλλά και τις Θετικές Επιστήμες, μια κοινωνία που χωρίς να κομπάζει πως είναι Ευρωπαϊκή, δεν ξεχνά ταυτοχρόνως πως είναι κομμάτι των Βαλκανίων και σύνορο της ανατολής».

Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει τίποτε να προστεθεί, σε αυτή την πολύ συνοπτική και ουσιαστική περιγραφή του «δέον γενέσθαι», όπως αυτό αποτυπώνεται στην Έκθεση της Επιτροπής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο δρόμος από τη «θεωρία» στην «πράξη», είναι πολύ μακρύς και δύσκολος… Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η Ελληνική Κοινωνία δεν φαίνεται ότι έχει εμπεδώσει πλήρως το δεδομένο της πολυπολιτισμικότητας  της. Και αυτό είναι απολύτως λογικό αν σκεφθεί κανείς ότι η γενιά η οποία τώρα βρίσκεται στη βασική διαχείριση της εξουσίας (αλλά και οι μεγαλύτεροι αυτής) δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπειρία ζωής σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα. Ίσως ο χαρακτηριστικότερος τρόπος με τον οποίο έρχονται πλέον σε επαφή με αυτή την πολυπολιτισμική πραγματικότητα, είναι μέσω της ζωής των παιδιών τους στο σχολείο του σήμερα.

Το σχολείο αποτελεί έναν ζωντανό και διαρκώς εξελισσόμενο οργανισμό. Η εξέλιξή του αυτή, εν πολλοίς  αντανακλά απευθείας τα κοινωνικά δεδομένα της κάθε στιγμής. Και τα δεδομένα με τα οποία πλέον έχουμε να κάνουμε είναι ξεκάθαρα: η Ελλάδα οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός, ότι αποτελεί σημείο συνάντησης μεταναστευτικών ρευμάτων και να οργανώσει τις εκπαιδευτικές της δομές, κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ομαλή και λειτουργική ενσωμάτωση των μεταναστών. Μιλάμε επομένως για ένα σχολείο με μαθητικό πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία – και κατά συνέπεια για ένα σχολείο στο οποίο τίθεται το θέμα της συνεκπαίδευσης των μεταναστών μαθητών με τους γηγενείς μαθητές. Πρόκειται σίγουρα για ένα θέμα δύσκολο και ίσως πολύπλοκο, αλλά όχι αδύνατο να λυθεί και να διευθετηθεί, υπό μία προϋπόθεση: την πρόθεση της ισότιμης αποδοχής της «ετερότητας» – δηλαδή την πρόθεση να αποδεχθείς ισότιμα τη διαφορετικότητα του «Άλλου», χωρίς να τον θεωρήσεις παράλληλα και ως «Ξένο».

Πέρα από το ρόλο της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος και φυσικά τον κρίσιμο και ευαίσθητο ρόλο των εκπαιδευτικών που στελεχώνουν το σύστημα αυτό, αναμφισβήτητα ένα μεγάλο τμήμα των αντιλήψεων, των συμπεριφορών και των στάσεων των παιδιών ως προς το θέμα της μετανάστευσης, διαμορφώνεται από τις αντίστοιχες αντιλήψεις του οικογενειακού τους περιβάλλοντος αλλά και από τη γενικότερη στάση της τοπικής κοινωνίας ως προς τους μετανάστες. Αρκετά ήταν τα περιστατικά τον τελευταίο καιρό που μας έδειξαν ότι το πρόβλημα αυτό είναι υπαρκτό και η λύση του αποτελεί ακόμη ένα ζητούμενο για την Ελληνική κοινωνία (μεταξύ αυτών ας θυμηθούμε την υπόθεση του «Γεωργιανού» Άλεξ στη Βέροια, την υπόθεση του βιασμού της «Βουλγάρας» μαθήτριας στην Αμάρυνθο της Εύβοιας αλλά και τα περιστατικά παραβατικότητας από συμμορίες ανηλίκων οι οποίες συνθέτονται κυρίως με βάση την κοινή καταγωγή των μελών τους).

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σταθώ σε ένα μόνο σημείο, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι ίσως και το πιο κρίσιμο. Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το (δεδομένο πλέον) γεγονός της πολυπολιτισμικής σύνθεσης της Ελληνικής κοινωνίας: ο ένας είναι να το αντιμετωπίσει σαν «απειλή» και να σταθεί απέναντί του με ένα φοβικό και αμυντικό τρόπο και ο άλλος να το αντιμετωπίσει σαν «ευκαιρία», και να σταθεί απέναντί του με ένα τρόπο ανοικτό και φιλικό, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τα οφέλη που προκύπτουν από αυτό.

Ο πρώτος τρόπος είναι εξαιρετικά πιθανόν να λειτουργήσει υπό το σχήμα της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας»: θεωρώντας κανείς τους μετανάστες ως «εισβολείς» οι οποίοι απειλούν τη «συνοχή» και την «ειρήνη» της κοινωνίας μας, τους αντιμετωπίζει με ένα τρόπο από καχύποπτο έως εχθρικό. Με τη σειρά τους οι μετανάστες, «εισπράττοντας» τη στάση αυτή (η οποία μπορεί να μην είναι πάντοτε ρητή και άμεση αλλά υπονοούμενη και λανθάνουσα) συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο, «επιβεβαιώνοντας» με τον τρόπο αυτό, την αρχική λανθασμένη εκτίμηση. Είναι προφανές όμως ότι κάτι τέτοιο, αποτελεί τον ορισμό του φαύλου κύκλου και μόνο σε δυσάρεστες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει – πόσο δε μάλλον όταν αυτός ο φαύλος κύκλος μεταφέρεται και λειτουργεί μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Και για να λέμε όλα τα πράγματα με το όνομά τους, στη δημιουργία αυτού του φαύλου κύκλου αντιμετώπισης των μεταναστών, ρόλο και ευθύνη έχουν και τα κεντρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – τα οποία για τους δικούς τους λόγους, συνδέουν τη μετανάστευση με αρνητικά θέματα, ακόμη και όταν τα ίδια τα γεγονότα, δεν υποστηρίζουν αντικειμενικά παρόμοιου τύπου συνδέσεις.

Ο δεύτερος τρόπος είναι να αντιμετωπίσει κανείς το δεδομένο της μετανάστευσης σαν μια ευκαιρία ανανέωσης του πολιτισμικού μας οπλοστασίου. Τούτο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα οδηγηθούμε σε απώλεια ή σε αλλοίωση της πολιτιστικής ή εθνικής μας ταυτότητας αλλά σε εμπλουτισμό και ενδυνάμωσή της, μέσα από την ένταξη σε αυτή στοιχείων από άλλες πολιτισμικές παραδόσεις. Και εν πάσει περιπτώσει, εάν είμαστε σίγουροι για τη ισχύ και την αξία της δικής μας πολιτισμικής ταυτότητας, δεν έχουμε απολύτως τίποτε να φοβηθούμε από τη «συνάντησή» της με τις διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες των μεταναστών συμπολιτών μας, αλλά αντιθέτως μπορούμε να τους δούμε ως «οχήματα» διάδοσης της δικής μας πολιτισμικής επιρροής στους τόπους καταγωγής των. Στο «εδώ και το τώρα» όμως της καθημερινότητάς μας, στην κοινή μας ζωή ως συμπολίτες σε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος όπως είναι η Ελλάδα, οφείλουμε να συναντηθούμε και να συμβιώσουμε αρμονικά και κυρίως δημιουργικά, με απόλυτο σεβασμό στη διαφορετικότητα των καταβολών μας αλλά και πίστη στο κοινό μας μέλλον. Και η μοναδική πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί αυτό το κοινό μας μέλλον, είναι η Εκπαίδευση.

Όταν μιλάμε για «κοινό μέλλον», δεν αναφερόμαστε σε κάτι αόριστο και μακρινό αλλά σε κάτι το οποίο ήδη συμβαίνει στο τώρα: οι μικρές ηλικιακές ομάδες της δημογραφικής πυραμίδας της σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού, απαρτίζονται από αλλοδαπούς μαθητές οι οποίοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Όσον αφορά τους αλλοδαπούς μαθητές Γυμνασίου, το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών έχει διάστημα παραμονής 6-8 χρόνια στην Ελλάδα, ενώ αν μιλήσουμε για τους αλλοδαπούς μαθητές Λυκείου ή ΤΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό έχει διάστημα παραμονής στη χώρα μας το οποίο κυμαίνεται από 7 έως 14 χρόνια. Με άλλα λόγια δηλαδή, σε λίγα χρόνια θα επέλθει «δημογραφική ισορροπία» μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών μαθητών, στην ηλικιακή δομή του μαθητικού πληθυσμού της χώρας μας.   

Οι τοπικές κοινωνίες έχουν πολλά να προσφέρουν πάνω στη συζήτηση για την εκπαίδευση και τη μετανάστευση στη χώρα μας. Η Κέρκυρα είναι μια περιφέρεια της χώρας μας, στην οποία η πολυπολιτισμική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού στα σχολεία της, είναι ήδη μια πραγματικότητα εδώ και καιρό. Η συζήτηση για την εκπαίδευση και τη μετανάστευση, είναι συζήτηση για το άμεσο μέλλον μας. Και στη συζήτηση αυτή, οφείλουμε όλοι να πάρουμε θέση, σαν ενεργοί «συμμέτοχοι» και «συνεργάτες» στην προετοιμασία του και όχι σαν απαθείς και αδιάφοροι θεατές. 

Comments Off

Filed under Άρθρα, Κέρκυρα